- λυτροῦμαι
- λυτρόωrelease on receipt of a ransompres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] … Dictionary of Greek
ՊՐԾԱՆԻՄ — (պրծայ կամ ծեայ.) NBH 2 0666 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 13c ձ. συμφεύγω, διαφεύγω, ἁπαλλάγομαι , λύτρουμαι fugio, effugio, evito, effluo, dimittor, redimor. որ եւ ՓՐԾԱՆԻԼ, ՓՐԹԱՆԻԼ .Զերծանիլ. ճողոպրիլ. խոյս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)